ύθλος

ύθλος
ὁ, ΜΑ
ανόητη φλυαρία, μωρολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων σχηματισμένος με το σπάνιο επίθημα -θλ-ος (πρβλ. ἄεθλος, ἰμάσθλη). Κατά μία άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το θ. τού ρ. ὕει «βρέχει» (πρβλ. γαλλ. φρ. ennuyeux comme la pluie «ενοχλητικοί όπως η βροχή»), ενώ κατ' άλλη άποψη η λ. είναι προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. ρ. ἰύζω «φωνάζω»). Η λ., τέλος, συνδέεται πιθ. με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «ὑσθλός
σαλός, φλύαρος» και «ὑλλεῖ
θρυλλεῖ, λέγει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὕθλος — idle talk masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γραῶν ὕθλος. — γραῶν ὕθλος. См. Сказки! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὕθλοι — ὕθλος idle talk masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕθλοις — ὕθλος idle talk masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕθλον — ὕθλος idle talk masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕθλου — ὕθλος idle talk masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕθλους — ὕθλος idle talk masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕθλων — ὕθλος idle talk masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕθλῳ — ὕθλος idle talk masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • сказки(бабьи)! — иноск.: вздор, сплетни, несуществующее в действительности, как выдумки (намек на сказки для детей) Девичьи сны да бабьи сказки. Бабьи бредни. Ср. Рассказывай сказки (иноск.) ври больше! Ср. Вы б любили? сказки; Веры мне неймется. Дельвиг. Ср.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”