- ύθλος
- ὁ, ΜΑανόητη φλυαρία, μωρολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων σχηματισμένος με το σπάνιο επίθημα -θλ-ος (πρβλ. ἄεθλος, ἰμάσθλη). Κατά μία άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το θ. τού ρ. ὕει «βρέχει» (πρβλ. γαλλ. φρ. ennuyeux comme la pluie «ενοχλητικοί όπως η βροχή»), ενώ κατ' άλλη άποψη η λ. είναι προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. ρ. ἰύζω «φωνάζω»). Η λ., τέλος, συνδέεται πιθ. με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «ὑσθλόςσαλός, φλύαρος» και «ὑλλεῖθρυλλεῖ, λέγει»].
Dictionary of Greek. 2013.